-
1 κατα-μένω
κατα-μένω ff, μένω), verweilen, verbleiben; ἐνϑάδ' αὐτοῦ καταμενεῖν Ar. Plut. 1187; Plat. Rep. VII, 519 d; τῆς εἰωϑυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. Cyr. 3, 1, 29; Folgende; bei Etwas beharren, ἐπί τινος, ἔν τινι, Sp.
-
2 καταμενω
оставаться(περὴ Φᾶσιν ποταμόν Her.; ἐν τοῖς δήμοις Lys.; ἐν τοῖς ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Xen.)
τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Xen. — если останется прежняя власть;οὖ ἦσαν καταμένοντες NT. — (там), где (они) проживали -
3 καταμένω
A :— stay, Thgn.1373, Hdt.2.103, 121.δ, etc.; ἐνθάδ' αὐτοῦ κ. Ar.Pl. 1187;ἐνταῦθα X.Cyr.1.4.17
;κ. ἐν τοῖς δήμοις Lys.31.18
;παρά τινι Eub.21
; reside, PHal.1.183 (iii B. C.), Act.Ap.1.13;ἐν ἐποικίῳ PFay.24
(ii A. D.), etc.2 remain fixed, continue in a state,ἐν τοῖς ὑπηρετικοῖς ὅπλοις X.Cyr.2.1.18
;ἐπὶ τῶν αὐτῶν Gal.6.328
;ἔν τινι Id.2.27
;ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι Nymphod.21
: abs.,τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης X.Cyr.3.1.30
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταμένω
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский